- σουφρώνω
- Ν1. (μτβ. και αμτβ.) πτυχώνω, ζαρώνω, ρυτιδώνω2. μτφ. κλέβω με επιτήδειο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σούφρα. Η άποψη ότι ο τ. σουφρώνω < συνοφρυῶ / -ώνω δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σουφρώνω — σουφρώνω, σούφρωσα, σουφρωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σουφρώνω — σούφρωσα, σουφρωμένος 1. μτβ., και αμτβ., τσαλακώνω: Σούφρωσε το παντελόνι του. 2. κλέβω: Μπήκε στο μαγαζί και σούφρωσε μερικά πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σούφρωμα — το, Ν [σουφρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουφρώνω … Dictionary of Greek
συνοφρυώνομαι — συνοφρυοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ [σύνοφρυς] νεοελλ. σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω αρχ. 1. σουφρώνω τα φρύδια μου από λύπη, λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», Ευρ. β.… … Dictionary of Greek
αποστύφω — ἀποστύφω (AM) κάνω κάτι να στερέψει αρχ. 1. σουφρώνω τα χείλη (όπως όταν δοκιμάζω κάτι στυφό) 2. ( ομαι) παύω να ρέω, στερεύω … Dictionary of Greek
γριλιάζω — [γρίλα] ζαρώνω, σουφρώνω … Dictionary of Greek
λαδώνω — [λάδι]·1. επαλείφω ή επιχρίω κάτι με λάδι 2. κηλιδώνω κάτι με λάδι ή με άλλη λιπαρή ουσία («τό λάδωσες κι αυτό το πουκάμισο») 3. αλείφω με άγιο μύρο, βαφτίζω 4. λιπαίνω εξαρτήματα μηχανής με έγχυση μηχανελαίου 5. φιλοδωρώ κάποιον για προσωπική… … Dictionary of Greek
παραρπάζω — Α αρπάζω κάτι με πλάγιο τρόπο, ξαφρίζω, σουφρώνω … Dictionary of Greek
προμυλλαίνω — Α σουφρώνω τα χείλη σε ένδειξη εμπαιγμού ή δυσαρέσκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μυλλαίνω «μορφάζω»] … Dictionary of Greek
σουφρωτός — ή, ό, Ν [σουφρώνω] 1. σουφρωμένος, ζαρωμένος 2. μτφ. κλοπιμαίος … Dictionary of Greek